- νεφελινικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεφελίνη ή που περιέχει νεφελίνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεφελινικός — ή, ό [νεφελίνης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεφελίνη 2. αυτός που περιέχει νεφελίνη … Dictionary of Greek
συηνίτης — ο, Ν 1. (πετρογρ.) καθένα από τα μέλη ομάδας πλουτώνιων εκρηξιγενών πετρωμάτων τα οποία αποτελούνται κυρίως από αλκαλικό άστριο και ένα σιδηρομαγνησιούχο ορυκτό 2. φρ. «νεφελινικός συηνίτης» (πετρογρ.) μεσοκοκκο έως χονδρόκοκκο πλουτώνιο… … Dictionary of Greek